- τσιπούρα
- (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν κυνόδοντες και στα πλάγια γομφιόμορφα, κατάλληλα να συντρίβουν το κέλυφος των οστρακοφόρων μαλακίων. Το κεφάλι και ο κορμός του σπαρίδη αυτού έχουν θεαματικούς χρωματισμούς, με επικράτηση των χρυσωπών ανταυγειών.
Η τ. είναι κοινή στα παράκτια νερά του ανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου. Αλιεύεται με διάφορα μέσα για την εύγευστη σάρκα της, προπάντων κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Είναι ιδιαίτερα αδηφάγο, τόσο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καταστροφές σε οστρακοτροφεία και μυτιλοτροφεία.
Ένα όμοιο είδος είναι ο σπάρος ο κυανωπός (sparus caeruleosticus), που διακρίνεται από το προηγούμενο προπάντων για τα άφθονα γαλάζια στίγματα στη ράχη και στα πλευρά. Συναντάται και στα ελληνικά νερά. Λέγεται και λίγδα, λιγδοπούλα, κότσα και χρυσόφα.
Οι τσιπούρες, ψάρια της Μεσογείου και του Αν. Ατλαντικού, φημίζονται για τη νόστιμη σάρκα τους.
* * *η, Νζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Spams auratus τής οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σαργό, τον σπάρο, τη συναγρίδα και το φαγγρί, και γνωστού παλαιότερα με τη λόγια ονομασία χρύσοφρυς ο επίχρυσος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το αρχ. ἵππουρος «είδος θαλάσσιου ψαριού», μέσω ενός τ. θηλ. *ἵππουρα στη γεν. *τῆς ἱππούρας, όπου το τελικό -ς τού άρθρου συμπροφέρθηκε με το ουσ. και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το τσ-].
Dictionary of Greek. 2013.